Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναπαλλοτρίωτα [anapalotríota] adv
- in the inalienable way, inalienably:
- το νέο προϊόν διατηρεί ~ την ταυτότητά του (Papanoutsos)
[der of αναπαλλοτρίωτος]
- in the inalienable way, inalienably:



