Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναπαλαιώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναπαλαιώνω [anapaleóno] -ομαι Ρ1 : δίνω σε κτ. καινούριο τη μορφή, τα χαρακτηριστικά παλαιού, το κάνω να φαίνεται παλιό. || (επέκτ.) αντί του αποκαθιστώ.

[λόγ. αναπαλαί(ωσις) -ώνω (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες