Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναπαλαίωση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναπαλαίωση η [anapaléosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναπαλαιώνω. || (επέκτ.) αντί του αποκατάσταση.

[λόγ. ανα- παλαιω- (παλαιώνω δες παλιώνω) -σις > -ση κατά το αντ. ανανέωσις]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναπαλαίωση [anapaléosi] η, pl αναπαλαιώσεις (L)
  • restoration:
    • οι εργασίες για την ~ του μνημείου γίνονται με την επιμέλεια του A. Oρλάνδου (Varelas) |
    • υπογράφτηκε σύμβαση για την ~ του παλαιού πανεπιστημίου στην Πλάκα |
    • η συνολική εικόνα της Kνωσσού ύστερα από τις ανασκαφές και τις αναπαλαιώσεις, εμφανίζονται ως εξής (Varelas)

[fr kath αναπαλαίωσις, neol, cpd of pref ανα- & παλαίωσις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες