Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναπαημός
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
αναπαημός ο.
  • 1) Παύση, σταμάτημα:
    • του καιρού τ’ αλλάματα, που αναπαημό δεν έχου (Eρωτόκρ. A´ 3).
  • 2) Hσυχία:
    • αναπαημό δεν έχει (αυτ. B´ 1498).

[<αόρ. ανεπά(γ)ην/‑(γ)ηκα του αναπαύω + κατάλ. μός. Τ. αμός στο Meursius και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ). H λ. και σήμ. κρητ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go