Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναπήδημα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναπήδημα το [anapíδima] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναπηδώ: Tο ~ της μπάλας / του νερού.

[λόγ. < μσν. αναπήδημα < αναπηδη- (αναπηδώ) -μα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναπήδημα [anapí∂ima] το,
  • ① jumping up, leap, jump:
    • gym πιάνουν τη μπάλα μ' ~ (Tsiantas)
  • ② rebound, bounce (of ball etc)
  • ⓐ car etc jerk, jolt:
    • ~ του αυτοκινήτου
  • ③ fig springing, rise, welling up:
    • ο Kαζαντζάκης μας προκαλεί ν' αναζητήσουμε πίσω από τα φαινόμενα τις αιτίες, γιατί τότε μόνο θα μπορέσουμε ν' ακούσουμε το ίδιο το ανάβρυσμα της πηγής, το πρώτο παρθενικό αναπήδημά της από τα βάθη (Chatzinis)

[fr MG αναπήδημα (Eustathius), der of AG ἀναπηδῶ; cf εκπήδημα (εκπηδώ), εμπήδημα (εμπηδώ)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go