Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναξιόχρεος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναξιόχρεος -η -ο [anaksióxreos] Ε5 : (οικον.) που δεν είναι αξιόχρεος.

[λόγ. αν- (δες α- 1) αξιόχρεος μτφρδ. γαλλ. insolvent]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναξιόχρεος, -η, -ο [anaksióxreos]
  • insolvent, not creditable (syn αφερέγγυος, ant αξιόχρεος):
    • ~ οφειλέτης |
    • είναι ~ he is in a state of insolvency

[neol (Koumanoudis), cpd of αν- & K, AG ἀξιόχρεος (Attic -εως)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες