Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναξιοσύνη η [anaksiosíni] Ο30α : (λαϊκότρ.) η ιδιότητα του ανάξιου· αναξιότητα.
[ανάξι(ος) -οσύνη]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναξιοσύνη [anaksiosíni] η, (L)
- incompetence, incapability (syn αναξιότητα, ανικανότητα):
- ο λόγος .. μπορούσε ν' αφορά την ~ του στη δουλειά (Myriv) |
- πρέπει να νοιώσω τη σημασία των ημερών που φεύγουν .. βέβαια με τη δική μου αξιοσύνη ή ~ .. γιατί να περνούν έτσι μάταιες οι μέρες; (IDragoumis, adapted)
[fr LMG αναξιωσύνη (Portius, 1635), der of ανάξιος; cf LMG (Somavera) αξιοσύνη]
- incompetence, incapability (syn αναξιότητα, ανικανότητα):



