Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναξιοποίητος -η -ο [anaksiopíitos] Ε5 : που δεν τον έχουν αξιοποιήσει, που δεν είναι αξιοποιημένος: Aναξιοποίητο εργατικό δυναμικό / ταλέντο. Aναξιοποίητες πηγές ενέργειας.
[λόγ. αν- (δες α- 1) αξιοποιη- (αξιοποιώ) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναξιοποίητος, -η, -ο [anaksiopíitos] (L)
- not used advantageously or gainfully (morally, materially, socially), unexploited, unused (near-syn ανεκμετάλλευτος (ant αξιοποιημένος):
- δωρεά αναξιοποίητη |
- αναξιοποίητο εθνικό κεφάλαιο, αναξιοποίητοι πόροι, αναξιοποίητο χρηματικό ποσόν |
- κόσμος λογοτεχνικά ~ |
- έργο (λογοτεχνικό) τελειωμένο αλλά αναξιοποίητο |
- σπίτι οπού δεν ακούστηκε ποτέ το παιδικό γέλιο .. (είναι) ένας χώρος ουσιαστικά ~ (Fteris) |
- (στην παράσταση) τα χορικά .. παραμένουν εντελώς αναξιοποίητα αισθηματικά
- ⓐ undeveloped (of an area) economically, touristically etc:
- αναξιοποίητo μέρος, αναξιοποίητα λουτρά, αναξιοποίητα χωριά |
- αναξιοποίητες αμμουδιές |
- ένα από τα ωραιότερα νησιά της Eλλάδος μένει σχεδόν αναξιοποίητο (Varelas)
[fr kath (neol), cpd of αν- & αξιοποιητός (: αξιοποιώ)]
- not used advantageously or gainfully (morally, materially, socially), unexploited, unused (near-syn ανεκμετάλλευτος (ant αξιοποιημένος):



