Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναξιοπάθεια η [anaksiopáθia] Ο27 : η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο αναξιοπαθής.
[λόγ. < αρχ. ἀναξιοπάθεια `αγανάκτηση για κακή μεταχείριση΄ σημδ. γαλλ. souffrance imméritée]



