Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναντίρρητος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναντίρρητος -η -ο [anandíritos] Ε5 : για κτ. που δεν επιδέχεται αντίρρηση, που θεωρείται απόλυτα ορθό ή βέβαιο· αναμφισβήτητος: H αποτελεσματικότητα της μεθόδου που εφαρμόσαμε είναι αναντίρρητη. || Είναι αναντίρρητο (ότι)… αναντίρρητα ΕΠIΡΡ: Είναι ~ ο καλύτερος.

[λόγ. < ελνστ. ἀναντίρρητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναντίρρητος, -η, -ο [anandíritos] gen kath αναντιρρήτου (L)
  • incontestable, undeniable, irrefutable (syn αδιαφιλονίκητος, αναντίλεκτος, ακαταμάχητος):
    • αναντίρρητη αλήθεια, πραγματικότητα, απόδειξη |
    • αναντίρρητο επιχείρημα |
    • θαύμα ακατανόητο και αναντίρρητο |
    • είναι αναντίρρητο ότι (πως) κλ there is no doubt that .. |
    • είναι αναντίρρητο ότι κάθε μάθηση αρχίζει από τη μίμηση |
    • παρατήρηση με αναντίρρητο κύρος |
    • η συγγένεια των δύο αγαλμάτων είναι αναντίρρητη |
    • η επίδραση του Eυριπίδη είναι αναντίρρητη στο ποίημα |
    • η υπεροχή του ανδρικού φύλλου .. είχε επιβληθεί σαν κάτι αναντίρρητο .. στο παρελθόν (Fteris) |
    • πρόσωπα και γεγονότα .. μας αφήνουν διαυγή, αναντίρρητη, την εντύπωση της εν κινήσει ζωής (Chatzinis)

[fr K (NT; pap, 4th c.), PatrG ἀναντίρρητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες