Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναντίλεκτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αναντίλεκτα [anandílekta] adv (L)
  • indisputably, incontestably, certainly (syn in αναμφισβήτητα):
    • ~ καλοί ποιητές |
    • πρέπει ~ να βρεθεί τρόπος η προσβολή αυτή να μη μείνει ατιμώρητη (Psichari, adapted)

[der of αναντίλεκτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες