Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναμφισβήτητα [anamfizvítita] adv (& rare kath αναμφισβητήτως) (L)
- without dispute or doubting, indisputably, indubitably, unquestionably, incontestably, positively, certainly (syn in αναμφίβολα):
- έχεις ~ δίκιο |
- ήταν ~ ευχαριστημένος |
- έργο ~ δύσκολο, πράξεις ~ αγαθές, λέξεις ~ πανελλήνιες, γραμμή ~ ηθική |
- στοιχείο ~ ιστορικής σημασίας |
- απ' όλες τις ελληνικές τέχνες η πλέον προωθημένη ήταν ~ η ποίηση (Theodorakis)
[der of αναμφισβήτητος; the 2nd form fr LMG (Somavera) ← K, PatrG ἀναμφισβητήτως]
- without dispute or doubting, indisputably, indubitably, unquestionably, incontestably, positively, certainly (syn in αναμφίβολα):



