Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναμφισβήτητα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αναμφισβήτητα [anamfizvítita] adv (& rare kath αναμφισβητήτως) (L)
  • without dispute or doubting, indisputably, indubitably, unquestionably, incontestably, positively, certainly (syn in αναμφίβολα):
    • έχεις ~ δίκιο |
    • ήταν ~ ευχαριστημένος |
    • έργο ~ δύσκολο, πράξεις ~ αγαθές, λέξεις ~ πανελλήνιες, γραμμή ~ ηθική |
    • στοιχείο ~ ιστορικής σημασίας |
    • απ' όλες τις ελληνικές τέχνες η πλέον προωθημένη ήταν ~ η ποίηση (Theodorakis)

[der of αναμφισβήτητος; the 2nd form fr LMG (Somavera) ← K, PatrG ἀναμφισβητήτως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες