Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναμφιβόλως
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
αναμφιβόλως, επίρρ.
  • Xωρίς αμφιβολία, ασφαλώς:
    • ιαθήσεται αναμφιβόλως (Ιερακοσ. 41918).

[μτγν. επίρρ. αναμφιβόλως. H λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go