Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναμφίβολα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αναμφίβολα [anamfívola] adv (& L αναμφιβόλως) (L)
  • undoubtedly, indubitably, unambiguously, certainly, surely (syn αναμφισβήτητα,:
    • οι περισσότεροι από τους υπαλλήλους είναι ~ σύμφωνοι |
    • το ξύλο του θρόνου, ~ διακοσμημένο με ελεφαντόδοντο |
    • το γραφείο αυτό θα προσφέρει ~ πολύτιμες υπηρεσίες στους νεοελληνιστές |
    • υπάρχει ~ πλήθος γνήσιων και εξαίσιων στοιχείων στον Nτύρερ (Kanellop) |
    • ~ γνωρίζουμε τον εαυτό μας καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο (Vrettakos)

[fr LMG (Somavera) αναμφίβολα, der of αναμφίβολος; the form αναμφιβόλως ← MG αναμφιβόλως ← K ἀναμφιβόλως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go