Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναμορφωτής ο [anamorfotís] Ο7 θηλ. αναμορφώτρια [anamorfótria] Ο27 : αυτός που αναμορφώνει κτ. ή κπ., συνήθ. για θρησκευτικό ή για πολιτικό ηγέτη του οποίου η διδασκαλία ή το έργο επηρέασε αποφασιστικά την κοινωνία της εποχής του ή, ευρύτερα, την ανθρωπότητα.
[λόγ. αναμορφω- (δες αναμορφώνω) -τής μτφρδ. γαλλ. réformateur (πρβ. το σπάν. μσν. αναμορφωτής `που δίνει νέα μορφή΄)· λόγ. αναμορφω(τής) -τρια]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναμορφωτής [anαmorfotís] ο,
- reformer, regenerator:
- κοινωνικός, πολιτικός ~ |
- ~ τρόπων ζωής |
- γλωσσικοί αναμορφωτές |
- φλογερός ~ του Bουδισμού |
- ~ του πορτογαλικού λυρισμού |
- σ' όλα ήταν ~ εκτός από τη γλώσσα (Idas) |
- ο Ξ. ονομάστηκε πατέρας ή ~ του νεοελληνικού θεάτρου (Chatzinis) |
- πρώτος ανάμεσα στους λίγους, θα γίνει πλάστης, ~, εξυγιαντής .. φορέας του καλού και του ωραίου (Palaiologos) |
- ξεκίνησε από ~ της χώρας για να γίνει ο υπ' αριθμόν ένα φαυλοκράτης (id.) |
- η φωνή των αναμορφωτών συγκινούσε κάθε μέρα και πιο πολλούς νέους (Delmouzos) |
- οι πορτοφολάδες κ' οι λαϊκοί αναμορφωτές τρελαίνονται για τα πλήθη! (Leivaditis) |
- poem ότι τα πράγματα δεν βγαίνουν κατ' ευχήν στην Aποικία |..| ίσως καθώς νομίζουν ουκ ολίγοι, να έφθασε ο καιρός | να φέρουμε Πολιτικό Aναμορφωτή (Kavafis)
[fr kath αναμορφωτής, der of αναμορφώ (-όω)]
- reformer, regenerator:



