Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναμορφωμένος, -η, -ο [anamorfoménos] (L)
- reformed, restored, renewed, improved (near-syn ανακαινισμένος, ανανεωμένος, ανασκευασμένος):
- έκδοση ριζικά αναμορφωμένη |
- παράδωσε στη δημοσιότητα αναμορφωμένο το πρώτο εκείνο τολμηρό έργο του (Kanellop) |
- αντεπίθεση κατά της αναμορφωμένης Eλλάδος, που είχε προέλθει από την επανάσταση στο Γουδί (Roussos)
[ppp of αναμορφώνω]
- reformed, restored, renewed, improved (near-syn ανακαινισμένος, ανανεωμένος, ανασκευασμένος):



