Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναμηρυκασμός ο [anamirikazmós] Ο17 : 1α.(λόγ.) μάσημα της τροφής για δεύτερη φορά. β. (ιατρ.) θεληματική επαναφορά του περιεχομένου του στομάχου στο στόμα και εκ νέου μάσησή του, ως σύμπτωμα νεύρωσης ή άλλης ψυχικής διαταραχής. 2. (λόγ.) αναμάσημα2.
[λόγ. αναμηρυκασ- (αναμηρυκάζω) -μός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναμηρυκασμός [anamirikazmós] ο, (L)
- ① chewing the cud, rumination (syn αναμάσημα 1, μηρυκασμός, αναχάραμα)
- ② fig repeating (the same things), repetition, reiteration, rumination:
- έτσι, μ' έναν ευχάριστο ψυχικό αναμηρυκασμό, ξανάφερε στη μνήμη του .. ολόκληρο το γράμμα του (Nirvanas) |
- το διάγγελμα κατά Aισχύλου είναι .. ένας χωρίς φαντασία ~ (Athanasiadis-N) |
- (ο Kαβάφης) είναι ένας ποιητής που κερδίζεται με την αναπόληση, με τον αναμηρυκασμό (Chatzinis)
[fr kath αναμηρυκασμός, der of αναμηρυκάζω]



