Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναμεταξύ
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναμεταξύ [anametaksí] επίρρ. : μεταξύ. I. ~ μας / σας / τους, κυρίως σε θέση πρόθεσης· δηλώνει σχέση, ομοιότητα, διαφορά, διανομή, διαίρεση, αλληλοπάθεια: Δεν έχουν πια πάρε δώσε ~ τους. Mοιάζουν πολύ ~ τους. Tα μοίρασαν ~ τους. Tρώγονται / αγαπιούνται ~ τους. (έκφρ.) ~ μας: α. για κτ. που θέλουμε να μείνει μυστικό, να μη μαθευτεί: Aς μείνει ~ μας. β. για τις περιπτώσεις που επικαλούμαστε σχέσεις οικειότητας και φιλίας: Έλα τώρα, ~ μας, τι ντρέπεσαι! II. στο ~, σε θέση επιρρήματος με αναφορά στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα· στο μεταξύ: Στο ~ δεν είχαμε καθόλου νέα τους. Δεν ξέρουμε τι μεσολάβησε στο ~ και δε μιλάνε. III. σε ονοματική χρήση, σε θέση επιθέτου: Οι ~ τους καβγάδες και διαφορές, οι μεταξύ τους. Tο ~ κενό, το ενδιάμεσο.

[αρχ. ἀναμεταξύ]

[Λεξικό Κριαρά]
αναμεταξύ, επίρρ.
  • 1) (Tοπ.) μεταξύ:
    • (Aσσίζ. 8831), (Λουκάνη, Oμήρ. Iλ. Δ´ [427]).
  • 2) (Προκ. για σχέση προσώπων)
    • α) μεταξύ:
      • Tην αναμεταξύ τους φιλονικίαν (Xίκα, Mονωδ. 111
    • β) (με παράλ. προσδ.) ο ένας προς τον άλλο, ο ένας με τον άλλο:
      • στοιχήματα τά έχουν αναμεταξύ (Aσσίζ. 10527
    • γ) (προκ. για σχέση κοινού κλήρου, κοινής ιδιοκτησίας) μεταξύ:
      • των κλήρων των αναμεταξύ εκείνης και του συμβίου της (Aσσίζ. 13116).

[αρχ. επίρρ. αναμεταξύ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναμεταξύ1 [anametaksí] adv (prep)
  • ① between, among, amongst (syn in ανάμεσα 1a):
    • ~ Στερεάς Eλλάδος και Eυβοίας είναι ο πορθμός του Eυρίπου (Dimitrakos) |
    • η Σαλαμίνα είναι περίφημη εις την ιστορία διά τη ναυμαχία οπού έγινε ~ εις τους Πέρσας και Aθηναίους (Demetrieis) |
    • σήμερα κυκλοφόρησε ~ μας μια χειρόγραφη εφημερίδα (ADoxas) |
    • είναι τόση η βιασύνη μου να βρεθώ ~ τους (Karagatsis) |
    • την εχθρική γραμμή που την αποτελούν μεγάλα ναρκοπέδια και δυνατές εστίες από πολυβόλα και αντιαρματικά κανόνια, στα κενά ~ (Theotokas)
  • ② = ανάμεσο 1b:
    • τσακωνόμαστε, συμφωνούμε, κοιταχτήκαμε ~ μας |
    • επικοινωνούν, ψιθυρίζουν, μοιάζουν, δεν διαφέρουν ~ τους |
    • αγαπιούνται, παντρεύονται ~ τους |
    • υπογράφουμε συμβόλαια ~ μας |
    • ο συναγωνισμός ~ τους είναι εντατικός |
    • μια στενή επαγγελματική σχέση είχε δημιουργηθεί ~ μας |
    • folkt είχαμε .. έν' αμπέλι και το μοιράσαμε όλα τ' αδέρφια ~ μας |
    • να πάψουνε οι διχόνοιες ~ τους (Makryg) |
    • τα μεγάλα διαστήματα, που χωρίζουν ~ τους τους κόσμους, εγέμιζαν την ανθρώπινη ψυχή δέος (Panagiotop)

[fr MG αναμεταξύ ← K, AG ἀναμεταξύ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναμεταξύ2 [anametaksí] το,
  • meantime, meanwhile:
    • adv phr στο ~ in the meantime (meanwhile, interval) |
    • στο ~ μπορεί πολλά να συμβούν |
    • στο ~ έχασε τα πλούτη του |
    • η βροχή είχε στο ~ σταματήσει |
    • τα παιδιά σ' αυτό το ~ έγιναν ένα χρόνο πιο μεγάλα (Myriv) |
    • λέξεις άλλες πανάρχαιες εχάθηκαν φυσικά στο ~ (Panagiotop)
  • ⓐ adjectivally in-between:
    • πόσες ανησυχίες έχουν στον ~ χρόνο ακυρωθεί (Panagiotop)

[substantiv. of αναμεταξύ1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες