Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναμεσής
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναμεσής [anamesís] επίρρ. : (λαϊκότρ.) ανάμεσα: Στεκόταν ~. || σε θέση πρόθεσης: ~ σε δυο βουνά.

[< ανάμεσ(α) μεταπλ. -ής κατά το καταγής]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναμεσής [anamesís] adv (prep) (sp also αναμεσίς)
  • ① = ανάμεσα 1:
    • πέρασα ~ τους (Dimitrakos) |
    • στέκονται ~ στον άπιστο και στο ραγιά (Sardelis) |
    • η κάθε λέξη .. έστηνε ~στους ανθρώπους σύνορα (LAkritas) |
    • θα τινάξω ~ στις βάρκες το μπουρλότο (Kourtidis) |
    • poem κι αισθάνετ' | άλλοτε | σα βασιλιάς ~ στους υπηκόους του (Engonop)
  • ② ανάμεσα 3:
    • οι φαντάροι στέκουνται ~ |
    • poem κάμε, στον όχλο ~ | να μην περάσω ως θύμα (Sikel)

[fr ανάμεσα, anal. ending in -ής after καταμεσής; cf καταγής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες