Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναμεμειγμένος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αναμεμειγμένος s. αναμεμιγμένος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναμεμειγμένος -η -ο [anamemiγménos] Ε3 μππ. του αναμειγνύω : για πρόσωπο που έχει αναμειχθεί σε κάποια ύποπτη υπόθεση: Στο πρόσφατο σκάνδαλο είναι αναμεμειγμένα υψηλά ιστάμενα πρόσωπα.

[λόγ. < αρχ. ἀναμεμειγμένος (μππ. του ἀναμείγνυμι δες αναμειγνύω)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go