Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναμελιά
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
αναμελία, αναμελιά η,
βλ. αμέλεια.
[Λεξικό Γεωργακά]
αναμελιά [anameljá] η, (& ανεμελιά)
  • ① negligence, carelessness, indifference (syn αμέλεια, αδιαφορία, αλαφράδα):
    • τα 'χασε όλα από την ~ του |
    • από ~ καταστρέφουν τη ζωή τους |
    • του παράδωσε την εξουσία με τόση ~ και τον έκαμε για μια στιγμή να πιστέψει τ' απίστευτα (Panagiotop) |
    • η ~ του τον φέρνει γρήγορα στο ναυάγιο (Papanoutsos) |
    • poem τι δείχνει ~ κι απάνω του καμιά δουλειά δεν παίρνει· | .. θέλει | εγώ ν' αρχίζω πρώτος πάντα μου, και με κοιτάει στα μάτια (Homer Il 10.121 Kaz-Kakr)
  • ② carelessness, lack of concern (syn ασυλλογισιά, ξεγνοιασιά):
    • παιδική ~ |
    • πολλοί απορούσαν για την ανεμελιά του |
    • (το έργο) το σημαδεύει απόλυτη ~ (Dimaras) |
    • ο Π. έριχνε σκόπιμα τολμηρά λόγια με κάποια φανταχτερή ~, σα να μη τα συλλογιόταν καθόλου (Panagiotop) |
    • η εξοχή, η φύση, η θάλασσα, το καλοκαίρι .. είναι αυτά τα κύματα της ανεμελιάς και της πρόσχαρης αφροντισιάς που μας καλύπτουν διαδοχικά (Sachinis)

[fr MG αναμελιά, der of MG ανάμελο]

[Λεξικό Κριαρά]
αναμελιάρης, επίθ.
  • Aμελής, αδιάφορος:
    • λιγοστά ’ναι καλομοίρης κιανείς στον κόσμο τούτο αναμελιάρης (Πιστ. βοσκ. II 4, 18 (έκδ. διαμελιάρης).)>

[<ουσ. αναμελιά + κατάλ. άρης. H λ. και σήμ. κρητ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go