Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναμαυλίζω [anamavlízo] (& αναμαυλώ) ipf αναμαύλιζα
- recall, think of, ponder lit:
- θυμάται, αναμαυλάει τα πάθη της (Kazantz) |
- αναμαυλούσα τι ποτάμια έχυσαν οι Kινέζοι ιδρώτα και δάκρυα για να δημιουργήσουν την Kίνα (id.) |
- αναμαύλιζα με χαρά ένα λόγο που είχα ακούσει στο Άγιον Όρος (id.) |
- poem τα πάθη της αναμαυλάει, η βαθιά φουντώνει εντός της μνήμη, | πίσω αρπαχτά τηράει και ξαναζεί τη φοβερή πορεία (id. Od 16.840)
[cpd of pref ανα- & perh AG μαυλίζω]
- recall, think of, ponder lit:



