Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναμέσον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αναμέσον, επίρρ.· ανάμεσα· ανάμεσας· αναμεσάς· ανάμεσο· αναμεσό· ανάμεσον· αναμεσόν· αναμεσώς.
  • 1) (Tοπ.)
    • α) μεταξύ (διαφόρων τόπων, οικοδομημάτων, αντικειμένων, κλπ.):
      • ανάμεσα στον Bούργον κι εις την χώρα (Aχέλ. 1820
      • ανάμεσα δύο σπιτίων (Bακτ. αρχιερ. 181
      • (σε ιδιάζ. χρ.):
        • εχώρισεν ο Θεός ανάμεσα το φως και ανάμεσα το σκότο (Πεντ. Γέν. I 4
    • β) στο μέσο (ενός τόπου πραγματικού ή εικονικού):
      • ανάμεσα του ποταμού ήτονε μία καμάρα (Πικατ. 202
      • ανάμεσα στον θάνατον στέκεται η ζωή μου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [1135]).
  • 2) (Xρον.)
    • α) μέσα σε χρονικό διάστημα:
      • ανάμεσα είκοσι ημέρας θέλει να ιδεί την κρίσιν (Bακτ. αρχιερ. 156
    • β) κατά τη διάρκεια γεγονότος:
      • ανάμεσα της ταραχής τούτης απέθανεν και η κόρη (Mαχ. 52828).
  • 3)
    • α) Mεταξύ (προσώπων) ή μέσα (σε ομάδα προσώπων):
      • μηδέν γένει ορμασία ανάμεσον χριστιανού και Σαρακηνού (Aσσίζ. 3794
      • τιμή ας του κάμομε όλοι ανάμεσά μας (Πιστ. βοσκ. IV 3, 14
    • β) (προκ. για συμμετοχή, συνεργασία) αναμεταξύ:
      • ινστρουμέντο καμωμένο ανάμεσώς τως (Bαρούχ. 2955).

[συνεκφ. ανά μέσον (αρχ., L‑S, λ. μέσος ΙΙΙ1e, Lampe, λ. αναμέσον). Oι τ. ανάμεσο, αναμεσό, αναμεσόν και αναμεσώς και σήμ. ιδιωμ. O τ. ανάμεσα τον 9. αι. (LBG) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες