Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναμάσημα το [anamásima] Ο49 : 1.(λαϊκότρ.) η ενέργεια του αναμασώ1· μηρυκασμός. 2. (μτφ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναμασώ2· επανάληψη λόγων (σκέψεων, απόψεων κτλ.) που έχουν επανειλημμένα λεχθεί και ακουστεί: Tο ~ όλων των παλαιών διαφωνιών μας δε βοηθάει σε τίποτε. || (πληθ.) απόψεις, πληροφορίες που επαναλαμβάνονται και που δεν παρουσιάζουν κανένα ενδιαφέρον: Όλο αναμασήματα είναι το τελευταίο του βιβλίο.
[αναμαση- (αναμασώ) -μα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναμάσημα [anamásima] το,
- ① chewing the cud, rumination (of animals) (syn αναμηρυκασμός, μηρυκασμός, αναχάραμα):
- είδα μια καθισμένη καμήλα .. τα σαγόνια της ανοιγόκλειναν σ' ένα αδιάκοπο ~ (Ouranis) |
- κανένα μικρό τραίνο που, σφυρίζοντας υστερικά περνούσε .. κάνοντας τα μεγάλα ξαπλωμένα βόδια να σταματούν το αιώνιο, ρυθμικό τους ~ (id.)
- ② fig repeating (the same things), repetition, reiteration (syn L παλλιλογία):
- ~ ιδεών |
- απλά αναμασήματα γνωμών ξένων επιστημόνων |
- μονότονο ~ συνθηματικών λέξεων |
- αιώνια επανάληψη και παθητικό ~ περασμένων αξιών |
- "πρωτότυπη" εργασία, που δεν είναι άλλο παρά αναμασήματα ξένων έργων (Melas) |
- αναμασήματα μορφών που έχουν από καιρό πάψει να παρουσιάζουν κάποια πρωτοτυπία (Dizikiridis) |
- χωρίς τον αντίστοιχο παραδειγματισμό, η διδαχή είναι ~ κοινών τόπων (Kolyva) |
- θα αδιαφορήσομε για τη Bυζαντινή σκέψη, θα τη δούμε σαν ~ των σκέψεων των πρώτων αιώνων (Tatakis)
- ⓐ commonly known things, repeated matter, repetition:
- ένα ~ χωρίς ενδιαφέρον |
- πορεύονταν με τα καθιερωμένα, αναχάραζαν ανύποπτοι τ' αναμασήματά τους (Tatakis) |
- ~ το θεωρούσε προδοσία της τέχνης (Valetas) |
- (η ποίηση) κινδυνεύει ν' απομείνει ένα ~ κι ένας τόπος κοινός (Chatzinis) |
- παίζοντας βιολί .. ανάμεσα στα μοιραία αναμασήματα, θα δίνατε και κάποιον ημικλασικό ουγγαρέζικο σκοπό (Sachinis)
[fr αναμάσημα, der of αναμασώ bes αναμάσιμα LMG (Vlachos) ← *αναμασίζω]
- ① chewing the cud, rumination (of animals) (syn αναμηρυκασμός, μηρυκασμός, αναχάραμα):



