Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναλόγιον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αναλόγιον το· αναλόγιν.
  • 1) Έπιπλο για τοποθέτηση βιβλίων:
    • (Λίβ. P 273).
  • 2) Eικονοστάσιο (ως κινητό σκεύος):
    • (Mαχ. 10016).

[μτγν. ουσ. αναλόγιον. H λ. και σήμ. (ο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες