Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναλλαξιά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναλλαξιά η [analaksxá] Ο24 : (οικ.) η κατάσταση του ανάλλαγου: Bρομάει από την απλυσιά και την ~.

[αν- (δες α- 1) αλλαξ- (αλλάζω) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες