Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναλγησία [analyisía] η, (L)
- ① insensibility, analgesia:
- το αναισθητικό προκάλεσε πλήρη ~
- ② fig insensitiveness, insensitivity (syn απάθεια):
- οι εξοπλισμοί συνεχίζονται με μιαν ~ απέναντι στο ύψος των δαπανών |
- η ~ του Kέντρου μπροστά στις άμεσες κι επείγουσες ανάγκες της υπαίθρου (Angelop) |
- με πόσην ~ καταλύει ο χρόνος τα έργα και τα όνειρα του ανθρώπου (Papanoutsos)
- ⓐ cruelty (syn σκληρότητα, απανθρωπιά):
- επλήρωσε ακριβά την ~ του |
- με την απληστία και την απερισκεψία, την ~ και τα πάθη, .. δημιουργήσαμε έναν κόσμο άγχους και αίματος (Papanoutsos)
[fr kath αναλγησία ← AG ἀναλγησία]
- ① insensibility, analgesia:



