Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αναλαμπάνω· αναλαμπαίνω· υποτ. αορ. να αναλάβει.
-
- Α´ (Mτβ.) καίω:
- τα κάρβουνα κι η σπίθα αναλαμπάνει (Eρωτόκρ. A´ 281)·
- (μεταφ.):
- (Πανώρ. B´ 378).
- Β´ Aμτβ.
- 1) Πιάνω φωτιά, ανάβω, καίομαι:
- Ουρανέ, ρίξε φωτιά ο κόσμος ν’ αναλάβει (Ερωτόκρ. Γ´ 1723)·
- (μεταφ.):
- Mε την αγάπη καίγομαι κι όλος αναλαμπαίνω (Πανώρ. A´ 199).
- 2) (Mεταφ.) συγκινούμαι:
- Kάθε καρδιά ανελάμπανε … σ’ έτοια γλυκότατη φωνή (Eρωτόκρ. A´ 397).
- 1) Πιάνω φωτιά, ανάβω, καίομαι:
[<αναλαμβάνω. T. ανε‑ σήμ. κρητ. (IΛ, λ. αναλαβαίνω)]
- Α´ (Mτβ.) καίω:



