Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναλαβαίνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αναλαβαίνω,
βλ. αναλαμβάνω.
[Λεξικό Γεωργακά]
αναλαβαίνω [analavéno] ipf αναλάβαινα, aor ανάλαβα, subj αναλάβω
  • ① trans undertake, commit o.s. to (syn επωμίζομαι):
    • ~ υποχρέωση, πρωτοβουλία, δράση |
    • αναλαβαίνει την ευθύνη για τις πράξεις του |
    • ανάλαβε ένα μεγάλο έργο
  • ⓐ assume a duty or task, take charge of, undertake the responsibility for or the care of:
    • τα παιδιά σου τα ανάλαβα εγώ σαν δικά μου |
    • ~ καθήκοντα, υπηρεσία |
    • θα αναλάβει τη διοίκηση της φρουράς |
    • ανάλαβε την αρχηγία του κινήματος |
    • είχε αναλάβει μια σπουδαία διπλωματική αποστολή |
    • ανάλαβε να διδάξει στα παιδιά τη νέα γλώσσα
  • ② intr regain health (after sickness), recover (syn αναρρώνω, συνέρχομαι):
    • αλλάζοντας τον αγέρα ανάλαβα (Makryg)

[fr MG αναλαβαίνω, this formed on basis of aor αναλάβω; cf λαβαίνω (: λάβω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες