Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακριβώς [anakrivós] adv
- inexactly, inaccurately, incorrectly (ant ακριβώς):
- μίλησε, έγραψε ~ για το ζήτημα
[fr kath (Koumanoudis), this fr MG ανακριβώς (ca 1200 AD)]
- inexactly, inaccurately, incorrectly (ant ακριβώς):



