Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακουφιστικά [anakufistiká] adv
- alleviatively, soothingly (syn phr με ανακούφιση):
- το Bελιγράδι είναι μια πανέμορφη πολιτεία, ~ άνετη (Chatzinis) |
- ένα δροσερό αγεράκι ήρθε από τον κάμπο, φύσηξε ~ (Iatridi) |
- αποπαντού ψιθυριστά, φωναχτά, τρομαγμένα, ~ η ίδια πάντα λέξη |
- "φεύγουμε" (Theotokas) |
- poem στην αυγινή δρόσο τη βουνήσια ξανάσαινεν η φύση ~εκεί ψηλά (Papatsonis)
[der of ανακουφιστικός; cf kath ανακουφιστικώς]
- alleviatively, soothingly (syn phr με ανακούφιση):



