Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανακοινώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανακοινώνω [anakinóno] -ομαι Ρ1 : κάνω γνωστή στο κοινό μια είδηση, εγγράφως ή προφορικά: H κυβέρνηση ανακοίνωσε τα νέα φορολογικά μέτρα. Aύριο θα ανακοινωθούν τα αποτελέσματα των εξετάσεων, θα γνωστοποιηθούν. Στο ιατρικό συνέδριο ανακοινώθηκαν οι τελευταίες επιστημονικές εξελίξεις.

[λόγ. < αρχ. ἀνακοιν(ῶ) -ώνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανακοινώνω [anacinóno] aor ανακοίνωσα & ανεκοίνωσα, pass ανακοινώνεται (& L ανακοινούται), aor ανακοινώθηκε & (L) ανεκοινώθη, ppp ανακοινωμένος
  • make sth known (to others), communicate, give notice, notify, announce (syn γνωστοποιώ [δημοσία or ιδιωτικώς], κοινοποιώ, αναγγέλλω):
    • ~ την απόφαση στη διοίκηση inform the administration of a decision |
    • η κυβέρνηση ανακοίνωσε τη διαταγή που έδωσε στην αστυνομία |
    • τα μέτρα που βασίστηκαν στο σχετικό άρθρο ανακοινώνονται στη Bουλή (Christidis EΣ) |
    • ο πρωθυπουργός ανεκοίνωσε στον ξένο πρεσβευτή τα σχετικά με την επίδοση του ιταλικού τελεσιγράφου (Terzakis) |
    • τους ~ την ημερομηνία του γάμου |
    • δεν ανακοίνωσα στη γυναίκα μου τις σκέψεις μου |
    • αυτοκτόνησε με μια σφαίρα στο κεφάλι, καθώς ανακοινώθηκε από την αστυνομία (Panagiotop) |
    • τα αποτελέσματα των εκλογών θα ανακοινωθούν απόψε

[fr K ἀνακοινῶ ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες