Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανακοινωθέν
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανακοινωθέν το [anakinoθén] Ο (βλ. Ε12γ) : επίσημη γνωστοποίηση μιας είδησης, συνήθ. σε καιρό πολέμου ή σε έκτακτη ανάγκη: H κυβέρνηση με ~ ενημέρωσε το λαό για τις τελευταίες πολιτικές εξελίξεις. Εκδόθηκε έκτακτο στρατιωτικό ~, για να αναγγείλει την αιφνιδιαστική εισβολή του εχθρού. Iατρικό ~.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. μτχ. παθ. αορ. του ανακοινώ (δες στο ανακοινώνω) μτφρδ. γαλλ. communiqué]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανακοινωθέν [anacinoθén] το, (pl ανακοινωθέντα) (L)
  • official report or statement (to the press), communiqué:
    • η κυβέρνηση εξέδωσε ~ |
    • κυβερνητικό ~ |
    • πολεμικό ~ war communiqué |
    • διάβασα τοιχοκολλημένο το σημερινό ~ |
    • οι νίκες των δυτικών διαφαίνονται μέσα στα ανακοινωθέντα των Γερμανών (Petsalis)

[neol, substantiv. n fr ανακοινωθέν, prob by ellipsis of υπόμνημα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go