Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανακλητός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανακλητός -ή -ό [anaklitós] Ε1 : που μπορεί να ανακληθεί: H απόφαση του υπουργού είναι / δεν είναι ανακλητή.

[λόγ. ανακλη- (ανακαλώ) -τός μτφρδ. γαλλ. révocable]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανακλητός, -ή, -ό [anaklitós] (L)
  • ① subject to recall or termination of office:
    • οι κορυφαίοι άρχοντες της πολιτείας πρέπει στη δημοκρατία να είναι ανακλητοί (Tsatsos) |
    • ο βασιλιάς διορίζει .. Tοποτηρητή του θρόνου, απεριόριστα ανακλητό, που ασκεί τη βασιλική εξουσία (Christidis)
  • ② revocable:
    • τα τιμάρια ή ζιαμέτια ήταν ανακλητά και ο τιμαριούχος ή ζαΐμης δεν είχε δικαίωμα κυριότητας επάνω στις γαίες του (Vacalop) |
    • οι νέες ιδιοκτησίες .. γνωστές με το όνομα τιμάρια ήταν ανακλητές (id.)

[verb. adj of ανακαλώ 'revoke'; cf K ἀνάκλητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες