Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανακλαστικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανακλαστικός -ή -ό [anaklastikós] Ε1 : 1.(φυσ.) που έχει σχέση με την ανάκλαση1, δηλαδή με την αλλαγή της διεύθυνσης ακτίνων ή κυμάτων, ή που προκαλεί ανάκλαση: H ανακλαστική ιδιότητα μιας επιφάνειας. Aνακλαστικό τηλεσκόπιο. 2. (φυσιολ.) που έχει σχέση με την ανάκλαση2, με την αυτόματη αντίδραση του οργανισμού σε ένα ερέθισμα· αντανακλαστικός2: Aνακλαστικά φαινόμενα, π.χ. ο βήχας, το φτάρνισμα κτλ. Aνακλαστικές κινήσεις. || (ως ουσ.) τα ανακλαστικά, αντιδράσεις του οργανισμού ανεξάρτητες από τη βούληση και τη συνείδηση του ατόμου. || (επέκτ.) γρήγορη και σωστή αντίδραση σε μια απρόοπτη δυσκολία: Ένας οδηγός αυτοκινήτου πρέπει να έχει καλά ανακλαστικά. ανακλαστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. ανάκλασ(ις) -τικός, μτφρδ.: 1: γαλλ. réflecteur· 2: γαλλ. réflexe, (ουσ.) réflexes]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανακλαστικός, -ή, -ό [anaklastikós]
  • ① reflecting (syn αντανακλαστικός):
    • ανακλαστικό πρίσμα reflecting prism |
    • ανακλαστικό τηλεσκόπιο |
    • ανακλαστική επιφάνεια |
    • τα ανακλαστικά φαινόμενα του φωτός
  • ② of reflexes, reflexive:
    • math ανακλαστική ιδιότητα reflexive relation (syn αντανακλαστική) |
    • physiol ανακλαστικά φαινόμενα |
    • το φτέρνισμα είναι ανακλαστικό φαινόμενο |
    • ανακλαστική κίνηση reflex movement (e.g. άμεση προσαρμογή, i.e. προσαρμογή μέσα από ανακλαστικές κινήσεις) |
    • θέληση .. η τροποποίηση των ανακλαστικών κινήσεων (Papanoutsos) |
    • ανακλαστική απήχηση reverberating echoing |
    • ανακλαστική σύσπαση, ανακλαστική σχέση, ανακλαστικοί πόνοι |
    • νευρικές ανακλαστικές εκδηλώσεις (Moustoxydis)

[neol, der of K ἀνάκλαστος 'bent back, reflected' w. suff -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες