Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανακλαδώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανακλαδώνω [anakla∂óno]
  • grow branches, to branch:
    • poem τα μάτια ξελακάει, τα κρεμαστά μουστάκια ανακουφώνει | και δυο σαν κέρατα ανακλάδωσε στο μεσοφρύδι φλέβες and branched two veins like horns between the glowering eyebrows (Kazantz Od 11.815)

[fr ανακλαδώ (-όω), cpd w. κλαδώ (-όω), whence κλαδώνω 'branch out']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες