Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανακλαδιστά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανακλαδιστά [anakla∂istá] adv
  • in crosslegged position, crosslegs (syn σταυροπόδι):
    • καλοκάθισε ~ και ξανάναψε την τσιμπούκα (Vlami)

[der of ανακλαδιστός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες