Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακλαδισμένος1, -η, -ο [anakla∂izménos]
- ① stretched out or spread out (syn τεντωμένος):
- κοίταξε το κουφάρι από το κεφάλι του ως τ' ανακλαδισμένα κανιά του (Rotas)
- ② fig spread (out):
- τα Γιάννενα, ανακλαδισμένα πλάι στη λίμνη ξετύλιγαν τις σκεπές, τους τρούλους, τους μιναρέδες τους (TAthanasiadis)
[ppmi of ανακλαδίζω]
- ① stretched out or spread out (syn τεντωμένος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακλαδισμένος2, -η, -ο [anakla∂izménos]
- w. crossed legs, crosslegged ([καθισμένος] σταυροπόδι):
- κάθεται ~ |
- μια παιδούλα καθόταν ανακλαδισμένη χάμω μέσ' τις σκόνες (Petsalis-D) |
- καθότανε ~ σα μεσήλικος Bούδας (Loundemis) |
- μια κοκκαλιάρα γριά .. ανακλαδισμένη στον ήσκιο μιας συκιάς μασουλάει σπόρια (AKotzias)
[fr *ανοκλαδίζω ← * ενοκλαδίζω, cpd of εν- and οκλαδόν; cf LK ἐνοκλάζω 'squat upon' (3rd c. AD)]
- w. crossed legs, crosslegged ([καθισμένος] σταυροπόδι):



