Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακλάδωμα [anaklá∂oma] το,
- branching:
- poem και μεσ' τ' ανακλαδώματα τα μπλάβα των φλεβών | η ζωή της τρέχει ξέχειλη .. (Sikel)
[der of ανακλαδώνω]
- branching:



