Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανακλάδισμα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανακλάδισμα το [anakláδizma] Ο49 : (λαϊκότρ.) η ενέργεια του ανακλαδίζομαι.

[ανακλαδισ- (ανακλαδίζομαι) -μα]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανακλάδισμα [anaklá∂izma] το,
  • stretching out, stretch (syn τέντωμα των μελών):
    • γύρω η χιονοδαρμένη γης ξυπνούσε μέσα σε πρωτόγονους φωτεινούς κυματισμούς, γαλανά ανακλαδίσματα που υψώνονταν (LAkritas)

[der of ανακλαδίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go