Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανακατωσούρης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
ανακατωσούρης [anakatosúris] ο, ανακατωσούρα [anakatosúra] η, = ανακατωσιάρης
:
  • άνθρωπος κακός κι ~ |
  • του τα διηγήθηκε μι' άλλη γειτονοπούλα, άσχημη αυτή, ζηλιάρα κι ανακατωσούρα (Xenop) |
  • ήτανε γιάτρισσα, ψευτομαμή κι ανακατωσούρα (Bastias)

[der of ανακάτωση w. suff -ούρης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανακατωσούρης -α -ικο [anakatosúris] Ε9 : (οικ.) που ανακατώνεται σε ξένες υποθέσεις και βάζει διαβολές· ανακατωσιάρης.

[ανακατωσούρ(α) -ης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες