Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανακατωσιάρης -α -ικο [anakatosxáris] Ε9 : (οικ.) ανακατωσούρης.
[ανακατωσ(ιά < ανακατωσ- (ανακατώνω) -ιά) -ιάρης]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακατωσιάρης1 [anakatosjáris] ο, ανακατωσιάρα [anakatosjára] η,
- trouble-maker, meddler, muddler, intriguer, machinator, schemer (syn ανακατωσούρης, ραδιούργος):
- ήταν δουλειά του ανακατωσιάρη |
- έδιωξε τον ανακατωσιάρη κι ησύχασε το κεφάλι του
[substantiv. m of ανακατωσιάρης2]
- trouble-maker, meddler, muddler, intriguer, machinator, schemer (syn ανακατωσούρης, ραδιούργος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακατωσιάρης2, -α, -ικο [anakatosjáris]
- interfering, meddling, meddlesome (syn σκανδαλιάρης):
- τον αποφεύγαμε, ήταν ~ άνθρωπος |
- είχε γυναίκα πονηρή κι ανακατωσιάρα
[der of MG ανακάτωσι(ς) w. suff -άρις]
- interfering, meddling, meddlesome (syn σκανδαλιάρης):



