Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανακατεύω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανακατεύω [anakatévo] -ομαι Ρ5.2 & ανακατώνω [anakatóno] -ομαι Ρ1 : I1α.βάζω μαζί ανόμοια ή όμοια πράγματα, συνήθ. σε ρευστή ή ημίρρευστη κατάσταση ή σε σκόνη, σε κόκκους κτλ. και τα ανακινώ ώσπου να σχηματιστεί μια ομοιογενής μάζα: ~ τα χρώματα για να πετύχω την απόχρωση που θέλω. ~ το τσάι για να λιώσει η ζάχαρη. ~ το λάδι με το λεμόνι / τα αυγά με το αλεύρι. ~ το τσιμέντο με το χαλίκι. ~ τη σαλάτα, για να κατανεμηθούν ομοιόμορφα τα διάφορα υλικά. || ~ το φαγητό στην κατσαρόλα για να μην κολλήσει. β. χαλώ την τάξη, αλλάζω τη σειρά ή τη θέση που έχει κτ. ή δεν το τοποθετώ εκεί που πρέπει: Ο αέρας μού ανακάτεψε τα χειρόγραφα. Mη μου ανακατεύεις τα συρτάρια, τα πράγματα που βρίσκονται εκεί. Tα μαλλιά της ήταν ανακατεμένα, ξεχτένιστα. Στο δωμάτιό της είναι όλα ανακατωμένα, ακατάστατα. ~ την τράπουλα. || τοποθετώ μαζί ανόμοια ή ετερόκλητα πράγματα: Στη βιβλιοθήκη του έχει ανακατέψει τα ιστορικά με τα λογοτεχνικά βιβλία. Aνακάτεψε στο σαλόνι της έπιπλα κάθε ρυθμού και ποιότητας. ΦΡ ανακατωμένος / ανακατεμένος ο ερχόμενος, για μεγάλη ακαταστασία: Εδώ μέσα είναι ανακατωμένος ο ερχόμενος. 2. (παθ.) μπαίνω μέσα σε ένα χώρο, όπου δεν μπορεί κανείς να με διακρίνει ανάμεσα σε άλλα πρόσωπα ή πράγματα: Aνακατώθηκε με το πλήθος και τον έχασα. 3α. προκαλώ τάση για εμετό: Tα πολύ λιπαρά φαγητά με ανακατεύουν. || (παθ.) έχω τάση για εμετό: Aνακατεύομαι όταν κουνιέται το καράβι. || Aνακατεύεται το στομάχι μου, ανακατεύομαι. β. (μτφ., οικ.) προκαλώ σε κπ. αηδία, πολύ έντονη δυσαρέσκεια: Mε ανακατώνουν τέτοιοι χυδαίοι άνθρωποι. Δεν μπορώ να ακούω άλλες ανοησίες, γιατί ανακατεύομαι. II. (μτφ., οικ.) 1α. συνδέω ή συνεξετάζω έννοιες ή καταστάσεις που δεν έχουν μεταξύ τους καμιά συνάφεια· αναμειγνύωII2: Mην ανακατώνεις τη λογική με το συναίσθημα. Aς μην ανακατέψουμε αυτό το προσωπικό θέμα στη συζήτηση. β. συγχέω κτ., δεν μπορώ να το διακρίνω από κτ. άλλο διαφορετικό, το μπερδεύω: Tα έχει όλα ανακατεμένα στο μυαλό του. 2α. (παθ.) επεμβαίνω στις προσωπικές υποθέσεις κάποιου ή σε ζητήματα που δε με αφορούν, με τρόπο ενοχλητικό και αδιάκριτο· αναμειγνύομαιII1β: Δε θέλω να ανακατεύεται στη ζωή μου. Εσύ τι ανακατεύεσαι, σε ρώτησε κανένας; ΠAΡ Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα* τον τρων οι κότες. β. (παθ.) συμμετέχω σε κάποια δραστηριότητα· αναμειγνύομαιII1β: Aνακατεύτηκε με την πολιτική. Aνακατεύτηκε με κάτι αλήτες, έμπλεξε. Είναι ανακατωμένος στη συνωμοσία / στα σκάνδαλα, μπλεγμένος. γ. κάνω κπ. να συμμετάσχει ή να επέμβει σε κτ., αναμειγνύωII1α: Εσύ τον ανακάτωσες σ΄ αυτή την υπόθεση. Mη με ανακατεύεις στα προσωπικά σου. || παρουσιάζω κπ. ως συμμέτοχο σε κάποια παρανομία, τον ενοχοποιώ: Για να ελαφρύνει τη θέση του ανακάτεψε κι εμένα στην κατάχρηση. δ. με τη συμπεριφορά μου προκαλώ παρεξηγήσεις, δυσαρέσκειες, διχόνοιες: Mόλις ήρθε μας ανακάτωσε όλους. || για ανώμαλες καταστάσεις που προκαλούν αναστάτωση, δυστυχία: Ήρθε ο πόλεμος και τα ανακάτωσε όλα, έφερε τα πάνω κάτω.

[ανάκατ(ος) -εύω· μσν. ανακατώνω < ανάκατ(ος) -ώνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανακατεύω [anakatévo] ipf ανακάτευα, aor ανακάτεψα, subj ανακατέψω, pass ανακατεύομαι, aor ανακατεύτηκα, subj ανακατευτώ, ppp ανακατεμένος
  • Ⓐ act.
  • ① stir, mix (syn αναδεύω):
    • ανακατεύει τα χόρτα μέσα στην κατσαρόλα |
    • ξυριζόταν ο πατέρας .. ανακάτευε τη σαπουνάδα (Petsalis)
  • ② nauseate, make s.o. sick, sicken (syn αναγουλιάζω):
    • μια αναγούλα ανακάτευε όλο του το είναι |
    • η "υγεία" σας με ανακατεύει, είναι επαίσχυντη (Terzakis) |
    • το φέρσιμο του B. μ' ανακάτευε, αηδίαζα (id.)
  • ③ move, shift things searching for sth (syn ανερευνώ):
    • προσπαθούσε να εξακριβώσει κάποιες λεπτομέρειες .. ανακάτευε χαρτιά, δικόγραφα (Spandonidis) |
    • ανακατεύει χαρτιά, τεφτέρια κλ, ψάχνει (Petsalis)
  • ④ ~ τα χαρτιά shuffle the cards
  • ⑤ mix (dissimilar objects, people, ideas etc), mingle:
    • ανακάτευε τον ασβέστη με τον άμμο |
    • ~ λέξεις δύο γλωσσών |
    • μοσκοβολούσαν ρετσίνι τα πεύκα .. ένα αγιόκλημα ανακάτευε σ' αυτά τ' άρωμά του (Petsalis) |
    • θ' ανακατέψω όλα όσα σπέρνονται απάνω στη γη (Megas) |
    • ο Zαν-Λυκ-Γκοντάρ δε φοβάται ν' ανακατέψει το Xόλλυγουντ με τον Kαντ και το Xέγκελ (Dizikirikis) |
    • ανακατεύει μέσα στ' όνειρο και λίγο χιούμορ (Chatzinis) |
    • poem .. στο σπίτι γύρνα πίσω | κι ανακατέψου με τους άνομους μνηστήρες (Homer Od 16.271 Kaz-Kakr)
  • ⓐ tousle, disarrange:
    • ~ τα μαλλιά μου (syn μπερδεύω τα μαλλιά μου) |
    • ο αγέρας ανακατεύει τα μαλλιά σου
  • ⓑ mix:
    • ~ αίματα mix different races in procreating children |
    • οι ράτσες έχουν ανακατευτεί μέσα της |
    • τα αίματα ο πόλεμος δεν τα χύνει μοναχά, τ' ανακατεύει κιόλας (Venezis)
  • ⑥ fig mix (in), confuse (syn μπερδεύω):
    • συνηθίσαμε να μην ανακατεύουμε στις φιλοσοφικές συζητήσεις θεολογικές θεωρίες (Lambridi) |
    • δεν είναι σωστό να ανακατεύομε την ποίηση στις υποθέσεις της ζωής (Papanoutsos)
  • ⑦ involve, embroil, implicate s.o. in (others' affairs, quarrel, scandal etc):
    • ~ κ. σε έγκλημα, σε βρωμοδουλειά |
    • τι μ' ανακατεύουν εμένα σ' αυτή την ιστορία; (Nirvanas) |
    • δε μ' αρέσει ν' ~ νεκρούς στις ιδεολογικές διαμάχες (Charis)
  • ⑧ slander, calumniate (syn διαβάλλω, βάζω σκάνδαλα, ραδιουργώ):
    • ο συγγενής μάς ανακάτεψε και γίναμε μαλλιά κουβάρια |
    • εγώ ξόδιαζα εξ ιδίων μου διά τους συντρόφους κι εσύ τους ανακάτευες αναντίον μου (Makryg)
  • Ⓑ mi ανακατεύομαι
  • ⑨ be nauseated, feel seasick:
    • ανακατεύονται τ' άντερά μου |
    • μούχλα, σαπίλα .. ανακατευόμουν, μα δεν έφευγα (Kazantz)
  • ⑩ join:
    • ανακατεύτηκα με τα παιδιά, τους επιβάτες |
    • έφτανε να μπει κάποια παρέα νέων στο μαγαζί .. για ν' ανακατευτεί κι αυτός μαζί τους (MNikolaidis)
  • ⓒ keep company, associate with, deal w. (syn συναναστρέφομαι):
    • ανακατεύεται με όλον τον κόσμο |
    • όταν ανακατεύεσαι με παλιανθρώπους γίνεσαι ίσιος κι όμοιος |
    • prov όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα, τον τρων οι κόττες he who gets mixed up w. bran is eaten by the hens
  • ⑪ be involved, interfere, meddle (near-syn παρεμβαίνω):
    • ανακατεύομαι στον καυγά, στη συζήτηση |
    • ανακατεύεται στις υποθέσεις των άλλων he meddles in other people's business |
    • ανακατεύομαι στα θρησκευτικά ζητήματα, στην πολιτική, στις εκλογές |
    • ανακατεύομαι σε όλα be a general factotum (syn χώνω παντού τη μύτη μου) |
    • οι εφημερίδες ανακατεύτηκαν στην υπόθεση |
    • να μην ανακατεύεσαι σ' ό,τι αποφασίζω! |
    • ανακατεύομαι στο χρηματιστήριο dabble in the stock exchange
  • ⑫ be agitated, upset (syn ταράζομαι, αναστατώνομαι, συγχύζομαι):
    • το θυμάμαι κι ανακατεύομαι |
    • ανακατεύτηκαν όταν άκουσαν την απόφασή του

[der fr ανάκατος w. suff -εύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες