Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανακαριστής
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανακαριστής [anakaristís] ο,
  • drummer (syn τυμπανιστής):
    • ο ~ κρατάει δύο τυμπανόξυλα διαφορετικού βάρους για να δίνουν διαφορετικούς ήχους τα τύμπανα (SKarakasis adapted)

[fr MG der of ανακαράς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες