Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακαριστής [anakaristís] ο,
- drummer (syn τυμπανιστής):
- ο ~ κρατάει δύο τυμπανόξυλα διαφορετικού βάρους για να δίνουν διαφορετικούς ήχους τα τύμπανα (SKarakasis adapted)
[fr MG der of ανακαράς]
- drummer (syn τυμπανιστής):



