Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανακαράς ο· νακαράς.
-
- (Συν. στον πληθ.) είδος τυμπάνου που παιζόταν από στρατιωτικούς μουσικούς, συν. έφιππους (σε στρατιωτικές επιχειρήσεις):
- όργανα του πολέμου, τρουμπέτες …, τύμπαν’, ανακαράδες (Διήγ. Bελ. χ 272)·
- Ολονυκτίς ακούγανε πίφερες, νακαράδες (Τζάνε, Κρ. πόλ. 15617).
[<αραβ. nakkāra ή <μεσν. λατ. nacara - παλαιότ. ιταλ. naccara. Πβ. λ. ανάκαρον το 14. αι. (LBG) και ανάκαρα τα στο Meursius· βλ. και νάκαρο. H λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- (Συν. στον πληθ.) είδος τυμπάνου που παιζόταν από στρατιωτικούς μουσικούς, συν. έφιππους (σε στρατιωτικές επιχειρήσεις):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακαράς [anakarás] ο, pl ανακαράδες, mus
- a kind of drum (syn τύμπανο) or wind-instrument:
- λαλούσαν βούκινα κι ανακαράδες (Petsalis-D) |
- folks. εκίνησε και πάαινε με τους ανακαράδες, | μ' εννιά ζυγές λαλούμενα με δεκαοχτώ φλογέρες (SKarakasis)
[fr MG ανακαράς ← ML nacara ← Arab naqq`ara]
- a kind of drum (syn τύμπανο) or wind-instrument:



