Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακαινιστής [anacenistís] ο, (L)
- ① renovator:
- ~ του ναού, της Mονής
- ② fig reformer (syn μεταρρυθμιστής):
- ~ του θεάτρου, της νεώτερης φιλοσοφίας, παλαιοτέρων θεωριών, της ελληνικής παραδόσεως |
- φωνάζουν πως είναι ανακαινιστές |
- έγινε ένας από τους ανακαινιστές .. κι από τους πρωτεργάτες της νεοκαθολικής προπαγάνδας (Theodoridis)
- ⓐ innovator (syn ανανεωτής):
- μεγαλοφάνταστος ~ |
- χαρακτηρίσθηκαν μεγαλοφυείς κι ανακαινιστές |
- οι θαυμαστές αρμονίες και οι ουτοπίες των ανακαινιστών (Panagiotop)
[fr ByzG, PatrG ἀνακαινιστής, der of ἀνακαινίζω]
- ① renovator:



