Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανακήρυξη
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανακήρυξη η [anakíriksi] Ο33 : η ενέργεια του ανακηρύσσω, επίσημη αναγγελία: Έγινε η ~ των νικητών των αθλητικών αγώνων / του υποψηφίου για την προεδρία της δημοκρατίας / των βουλευτών μετά τις εκλογές / του μειοδότη της δημοπρασίας.

[λόγ. < ελνστ. ἀνακήρυξις (-σις > -ση)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανακήρυξη [anacíriksi] η, gen ανακηρύξως,
  • proclamation:
    • η ~της δημοκρατίας, της ανεξαρτησίας |
    • η ~ από τον OHE του 1975 σαν έτους της γυναίκας |
    • phr ~ της πόλεως σε δήμο |
    • ~ υποψηφίου official nomination |
    • ~ αγίου canonization of a saint (by high ecclesiastic authority)

[fr MG ανακήρυξις ← K (pap 2nd/3rd c.) ← AG ἀνακήρυξις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες