Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανακάτωση
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανακάτωση η [anakátosi] Ο32α : διάθεση για εμετό· ανακάτεμαI2α: Mια απαίσια μυρωδιά τού έφερε ~.

[μσν. ανακάτωση < ανακάτωσις < ανακατώ(νω) -σις > -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανακάτωση [anakátosi] η,
  • ① nausea, sea-sickness (syn ανακάτεμα 3):
    • κατέβασα μια ρουφηξιά .. ένιωσα μονομιάς μιαν ~ (Prevelakis)
  • ② region. stormy weather, storminess, turbulence (syn κακοκαιρία):
    • τόσος ήταν ο κρότος, και τόση η ~ του πελάγου .. αποπάνου μας σταλοβολούσε η θάλασσα (Solomos)
  • ③ confusion, unrest (syn ανακάτωμα 4):
    • μέσ' την ~ και τον καπνό, ποιο (καράβι) είναι φράγκικο και ποιο είναι του Σουλτάνου; (Petsalis-D)

[fr MG ανακάτωσι(ς), der of MG ανακατώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go