Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανακάθομαι [anakáθome] Ρ αόρ. ανακάθισα, απαρέμφ. ανακαθίσει, μππ. ανακαθισμένος : κάθομαι σηκώνοντας το σώμα μου (από την ύπτια θέση) από τη μέση και πάνω και κρατώντας τα πόδια μου σε οριζόντια θέση· ανακαθίζω: Aνακάθισε / ήταν ανακαθισμένος (στο κρεβάτι του).
[ελνστ. ἀνακάθ(ημαι) μεταπλ. -ομαι κατά το κάθημαι > κάθομαι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακάθομαι [anakáθome] ipf ανακαθόμουν(α)
- ① sit up (from a supine or relaxed position) (syn ανακαθίζω 2a,:
- η Aμφιτρίτη απάνω στον δελφίνα, έτσι ανακάθεται η Eιρήνη απάνω στο κύμα (Petsalis-D)
- ② rest on (syn ανακαθίζω 3b):
- το λιοντάρι .. ανακάθεται στα πισινά του πόδια
[fr MG, PatrG ἀνακάθημαι (← AG), ending in -ομαι by anal. of κάθομαι & synonyms such as ἀνασηκώνομαι etc]
- ① sit up (from a supine or relaxed position) (syn ανακαθίζω 2a,:



