Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναιτίως
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αναιτίως, επίρρ.
  • Xωρίς λόγο, χωρίς φταίξιμο:
    • δι’ εσένα θανατώνομαι αδίκως και αναιτίως (Φλώρ. 471).

[μτγν. επίθ. αναιτίως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες